αυτοανάλυση

αυτοανάλυση
[-ις (-εως)] η самоанализ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αυτοανάλυση" в других словарях:

  • αυτοανάλυση — η ανάλυση που κάνει στον εαυτό του τον ίδιο το υποκείμενο με τις δανεισμένες από την ψυχανάλυση τεχνικές του ελεύθερου συνειρμού και της ερμηνείας των ονείρων …   Dictionary of Greek

  • εγωτισμός — (egotisme). Όρος που επινοήθηκε από τον Γάλλο συγγραφέα Σταντάλ και χαρακτηρίζει την τάση κάποιου να μιλά ή να γράφει για τον εαυτό του. Ως φιλοσοφικός όρος, ο ε. σημαίνει την υπερβολική αυτοανάλυση του ατόμου, με σκοπό την τελειοποίησή του. * *… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • ψάχνομαι — ψάχνομαι, ψάχτηκα, ψαγμένος βλ. πίν. 30 Σημειώσεις: ψάχνομαι : κυρίως με την έννοια κάνω αυτοέρευνα, αυτοανάλυση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»